τήρων

τήρων
ὁ, Α
τηρός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τηρός με επίθημα -ων, -ωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Τηρῶν — Τήρης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηρῶν — τηρέω watch over pres part act masc nom sg (attic epic doric) τηρός warden masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Феодор Тирон — Θεόδωρος ο Τήρων …   Википедия

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • σιτηρῶν — σῑτηρῶν , σιτηρός of corn fem gen pl σῑτηρῶν , σιτηρός of corn masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταμνούρος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ό τηρῶν τὰς στάμνους τοῡ ἐλαίου ἐν τῇ παλαίστρᾳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < στάμνος + οῦρος (βλ. λ. ὁρῶ)] …   Dictionary of Greek

  • τερίνος — Α (κατά τον Ησύχ.) «τηρῶν διάνοιαν, λυπῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. τερ τού τείρω* + κατάλ. ῖνος] …   Dictionary of Greek

  • εικόνα, φορητή — Ζωγραφικός πίνακας πάνω σε σανίδα, με παραστάσεις σκηνών και μορφών της χριστιανικής θρησκείας. Οι φ.ε. διακρίνονται βασικά σε δύο είδη: στις λατρευτικές και στις διδακτικές. Οι πρώτες απεικονίζουν ιερά πρόσωπα, οι δεύτερες περιέχουν σκηνές από… …   Dictionary of Greek

  • Πανσέληνος, Μανουήλ — Βυζαντινός ζωγράφος από τη Θεσσαλονίκη που έζησε στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αι. και ζωγράφισε τις περίφημες τοιχογραφίες του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Είναι ο πιο γνωστός Έλληνας ζωγράφος των μεσαιωνικών χρόνων και… …   Dictionary of Greek

  • κρατήρων — κρᾱτήρων , κρατήρ mixing vessel masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”